βουλοίμην

βουλοίμην
βούλομαι
will
pres opt mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επάρουρος — ἐπάρουρος, ον (AM) 1. επίγειος 2. αυτός που εργάζεται στους αγρούς, δουλοπάροικος («βουλοίμην κ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρουρα «χωράφι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”